Ανέκαθεν κυκλοφορούσαν πολυσέλιδα μυθιστορήματα αλλά τα τελευταία χρόνια η τάση είναι μάλλον αυξητική. Πόσο ρισκάρει ένας εκδότης ποντάροντας σε ένα βιβλίο άνω των χιλίων σελίδων; Πόσος χρόνος απαιτείται για μια μετάφραση αξιώσεων; Πόσο μετράνε όλα αυτά όταν ο αναγνώστης φτάνει στο ταμείο; Την άποψή τους καταθέτουν οι Κώστας Δαρδανός (εκδ. Gutenberg), Μαρία Ξυλούρη (μεταφράστρια και συγγραφέας) και Γιώργος Θωμόπουλος (πωλητής στο Βιβλιοπωλείο Πολιτεία).
Είναι κατανοητή η αμφιθυμία. Η λατρεία των μεν, η άπωση των δε. Πρόκειται για δύο κόσμους που σε κάποιους αναγνώστες δεν γίνεται να συναντηθούν. Οι λόγοι είναι πολλοί: αισθητικοί, οικονομικοί, αντίληψης του κόσμου, αλλά και αντικειμενικοί (ο χρόνος περνάει γοργά, δεν έχεις περιθώριο να μείνεις για πολύ καιρό αγκυροβολημένος σε ένα βιβλίο).
Μπορούμε να φανταστούμε πώς είναι οι συγγραφείς που αρέσκονται στη μεγάλη αφήγηση, που αφήνουν έναν ποταμό λέξεων να ξεχυθεί από μέσα τους δίχως να του βάζουν επιχωματώσεις ή λοιπά εμπόδια; Αντιστοίχως: πώς να είναι οι άλλοι που λατρεύουν τη συντομία, που μέσα σε μια πρόταση είναι ικανοί περικλείσουν έναν ολόκληρο κόσμο;
Υπάρχουν εκείνοι που λατρεύουν να αφήνονται στη μαγγανεία μιας πλοκής που ξεκινάει και δεν λέει να τελειώσει και οι άλλοι που προτιμούν τη σύντομη οδό.
Η ίδια κατηγοριοποίηση (με μικρότερη πιθανότητα να είναι αρραγής) μπορεί να γίνει και για τους αναγνώστες. Υπάρχουν εκείνοι που λατρεύουν να αφήνονται στη μαγγανεία μιας πλοκής που ξεκινάει και δεν λέει να τελειώσει και οι άλλοι που προτιμούν τη σύντομη οδό. Φυσικά, επειδή η ανάγνωση δεν είναι ποτέ «μονόχρωμη», όλοι μας, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, έχουμε δοκιμάσει τις αντοχές μας και στις δύο κατηγορίες.
Στο βάθος του ζητήματος (σ.σ.: πολυσέλιδα μυθιστορήματα), ως μια ύστατη ζώνη άμυνας για εκείνους που εξακολουθούν να ανθίστανται, θα στέκει αδάμαστος ο αφορισμός του Χόρχε Λουίς Μπόρχες: «Είναι άσκοπο να γράφει κανείς τεράστια βιβλία αναπτύσσοντας σε 500 σελίδες μια ιδέα που μπορεί κάλλιστα να αποδοθεί σε πέντε λεπτά κουβέντας. Είναι προτιμότερο να προσποιείσαι ότι αυτά τα βιβλία ήδη υπάρχουν και να κάνεις μια σύνοψη ή κάποια σχόλια».
Όπως και να ‘χει, τα πολυσέλιδα μυθιστόρημα κρύβουν πάντα ένα μυστήριο, μια διερώτηση: ποια σπάνια σοφία περικλείουν μέσα τους που δεν γινόταν να εκφραστεί σε μικρότερη έκταση;
«Τούβλα, κομοδίνα, αλτήρες»
Τα έχουν πει «τούβλα», ενδέχεται να έχετε ακούσει να τα λένε ακόμη και «κομοδίνα» ή «αλτήρες». Όσο κι αν αυτοί οι χαρακτηρισμοί ακούγονται μειωτικοί, στην ουσία είναι περιπαιχτικοί. Πολλές φορές, δε, λέγονται, εν είδει φλεγματικής αυτοσάτιρας (sic), από ανθρώπους που γράφουν, μεταφράζουν και διαβάζουν πολυσέλιδα μυθιστορήματα. Μην έχετε καμία αμφιβολία, ευφάνταστα τρολ φύονται και στο χώρο της λογοτεχνίας και σίγουρα είναι πιο χαρωπά και ακίνδυνα από άλλα.
Καίτοι δεν μπορούμε να μιλάμε για τάση σε ένα πεδίο όπως είναι το εκδοτικό που αναπτύσσεται καθημερινά μέσα από διαφορετικούς παραπόταμους, είναι αξιοσημείωτο ότι από τους καταλόγους των ελληνικών εκδοτικών οίκων ποτέ δεν έλειψαν τα πολυσέλιδα αναγνώσματα. Μικρή διόρθωση: όχι από όλους τους εκδοτικούς. Είναι φανερό πως εδώ πρέπει να γίνει μια πρώτη βασική διάκριση: το κόστος είναι η λυδία λίθος. Ένας μεγάλος εκδοτικός οίκος έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει τα δικαιώματα ενός τέτοιου έργου, να επενδύσει στη μετάφρασή του, εντέλει την έκδοσή του και στη συνέχεια τη διάθεσή του στα βιβλιοπωλεία σε ένα ευδιάκριτο τιράζ. Κάτι τέτοιο ένας μεσαίος –ή ακόμη λιγότερο ένας μικρός εκδοτικός– δεν μπορεί να το αναλάβει εύκολα. Κι αν το κάνει θα χρειαστεί να σταθμίσει πολλά δεδομένα έως το τελικό «τυπωθήτω».
Κώστας Δαρδανός: «Τα μεγάλα σημαντικά βιβλία είναι οι μόνες φτηνές διακοπές από τη φρενήρη ματαιότητα του “έξυπνου” τηλεφώνου»
Ο Κώστας Δαρδανός είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εκδότη που δεν φοβάται το μέγεθος ενός βιβλίου. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στα βιβλία που έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις Gutenberg στην περιώνυμη σειρά του εκδοτικού «Orbis Literæ» (τα τελευταία χρόνια και στη σειρά «Aldina») και θα διαπιστώσει πως τα περισσότερα εξ αυτών είναι κλασικά πολυσέλιδα βιβλία (προφανώς και εμβληματικά). Τον ρωτήσαμε γιατί πιστεύει ότι διαβάζουμε πολυσέλιδα βιβλία και αντιστοίχως γιατί εκείνος προτιμάει να τα εκδίδει.
«Ζούμε σε μια μικρή, πολύ μικρή εποχή. Κυριαρχούν τα μικρά κείμενα, οι σύντομες ατάκες στα κοινωνικά δίκτυα, οι ρηχές, εικονικές σχέσεις και η έλλειψη χρόνου, τον οποίον παραδίδουμε άνευ όρων στη μαύρη τρύπα του ψηφιακού χώρου. Ακόμα και τα σοφά ρητά του Ηράκλειτου ή τα δελφικά παραγγέλματα περνάνε στη λήθη με μια απλή κίνηση του δαχτύλου στο κινητό», τόνισε εξαρχής περιγράφοντας την κατάσταση που βιώνουμε όλοι καθημερινά «με την πλημμυρίδα πυρηνικών κειμένων που κατακλύζουν τα social media».
Είναι, λοιπόν, η καταβύθιση στις πολλές λέξεις το γιατρικό; Ο Κώστας Δαρδανός σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Η ανάγνωση πολυσέλιδων ποιοτικών μυθιστορημάτων, κλασικών ή σημαντικών σύγχρονων, θεραπεύει τον ψυχικό κατακερματισμό. Ζούμε σε περισσότερες σελίδες δικού μας χωροχρόνου και λιγότερο στην προκαθορισμένη και στενή πραγματικότητα της οθόνης. Συνδημιουργούμε το δικό μας σύμπαν μαζί με τον συγγραφέα. Όσο μεγαλύτερη η αξία του έργου τόσο σπουδαιότερη και η δική μας συνδημιουργία. Εν τέλει τα μεγάλα σημαντικά βιβλία είναι οι μόνες φτηνές διακοπές από τη φρενήρη ματαιότητα του “έξυπνου” τηλεφώνου».
Μαρία Ξυλούρη: «Ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα είναι σαν να ανεβαίνεις ένα βουνό – μεταφράζεις καθημερινά και κορυφή δεν βλέπεις»
Το γεγονός ότι πολλά από τα πολυσέλιδα βιβλία φτάνουν στις λίστες των best seller δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Μια πρόσφατη έρευνα στις ΗΠΑ κατέδειξε πως η λίστα των New York Times (ναι, είναι ένα καλό δείγμα) περιλαμβάνει αρκετά βιβλία μακράς πνοής.
Δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το εξής δεδομένο: η αφήγηση μεγαλώνει στις μέρες μας ακολουθώντας ίσως το παράδειγμα των σειρών στα συνδρομητικά κανάλια που κρατούν πολλές σεζόν και καθηλώνουν εκατομμύρια θεατές δημιουργώντας έναν ακατάλυτο δεσμό ταύτισης. Να έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο Game of Thrones; Η αλήθεια είναι ότι τα μυθιστορήματα που εντάσσονται στην κατηγορία του fantasy πάντα ήταν πολυσέλιδα. Ομοίως και τα αστυνομικά. Να, όμως, που η λογοτεχνία στις μέρες μας έχει ξεπεράσει τέτοια στεγανά.
Η απάντησή της είναι η εξής:
«Πέραν του ότι το μετάφρασμα συνήθως είναι μεγαλύτερο του πρωτοτύπου, ακόμα και σε περιπτώσεις που η έκτασή τους δεν διαφέρει σημαντικά η ελληνική έκδοση θα φαίνεται μεγαλύτερη λόγω σελιδοποίησης. Στο 4321 του Όστερ, π.χ., ο Αμερικανός εκδότης έκανε ασφυκτική σελιδοποίηση. Ένας Έλληνας εκδότης δεν θα βάλει 400 λέξεις ανά σελίδα».
Προτιμάει, άραγε, η ίδια να μεταφράζει ή να διαβάζει πολυσέλιδα βιβλία; Η απάντησή της είναι αφοπλιστική:
«Όσο και αν φαίνεται πως τα προτιμώ επειδή έχω μεταφράσει κάποια από αυτά, στην πραγματικότητα τα φοβάμαι κι εγώ όπως κάθε αναγνώστης που δεν ξέρει αν θα βρει χρόνο να τα ολοκληρώσει. Την ίδια στιγμή θαυμάζω συγγραφείς όπως η Κλερ Κίγκαν που εκδίδει το Μεταίχμιο και η οποία μπορεί μέσα σε λίγες σελίδες να πει μια ιστορία και να μην αισθάνεσαι ότι σου λείπει κάτι».
Γιώργος Θωμόπουλος: «Οι αναγνώστες περιμένουν δύο χρόνια να πέσει η τιμή τους για να τα αγοράσουν»
Ο τελικός αποδέκτης, φυσικά, είναι (πάντα) ο αναγνώστης. Προτιμάει, άραγε, τα πολυσέλιδα μυθιστορήματα κι αν ναι ποια εποχή; Είναι καλύτερα να τα διαβάζει κανείς χειμώνα ή καλοκαίρι;
Ο Γιώργος Θωμόπουλος, ο γνωστός σε όλους τους βιβλιόφιλους πωλητής του βιβλιοπωλείου Πολιτεία, μας δίνει τα «φώτα» του:
«Η αλήθεια είναι ότι βγαίνουν αρκετά πολυσέλιδα μυθιστορήματα, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να μιλήσω για τάση. Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια έχει πέσει λίγο η αγορά των πολυσέλιδων μυθιστορημάτων. Συνήθως, θα τα αγοράσει κάποιος το καλοκαίρι που έχει περισσότερο χρόνο στη διάθεσή του. Από την άλλη, επειδή τα πολυσέλιδα βιβλία κοστίζουν περισσότερο, υπάρχει η λογική σε πολλούς αναγνώστες να περιμένουν δύο χρόνια να πέσει η τιμή τους για να τα αγοράσουν. Σίγουρα παίζει ρόλο η ηλικία των αγοραστών σε συνάρτηση με την τιμή. Νομίζω ότι όπως ο αγοραστής κοιτάζει το κόστος, το ίδιο κάνει και ο εκδότης. Γι’ αυτό και τα περισσότερα ογκώδη βιβλία βγαίνουν από μεγάλους εκδοτικούς».
Πηγή : bookpress.gr