Το νέο βιβλίο της συγγραφέως «Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο» μεταξύ άλλων απαντά στις αναζητήσεις ταυτότητας φύλου, το ψευτοδίλημμα της μητρότητας και την πληγή του ηλικιακού ρατσισμού

Η Bernardine Evaristo έγινε, όπως χαρακτηριστικά περιγράφει, «διάσημη σε μια νύχτα», όταν κέρδισε το βραβείο Booker το 2019 για το μυθιστόρημα «Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο», παρότι είχε πίσω της σαράντα χρόνια επαγγελματικής σταδιοδρομίας στις τέχνες.
Αναζητώντας το επόμενο βήμα της, το περιεχόμενο του καινούργιου της βιβλίου, με τον εύγλωττο τίτλο «Μανιφέστο», προέκυψε καθώς προσπαθούσε να διαχειριστεί τη δημοσιότητα και μια νέα καθημερινότητα.
Σε αυτούς που γνώρισαν το έργο μου μόνο σ’ αυτή την κορυφαία στιγμή επιτυχίας, το βιβλίο ετούτο αποκαλύπτει τι χρειάστηκε για να συνεχίσω να προχωρώ και να ωριμάζω –και για σας που παλεύετε πολύ καιρό, που ίσως αναγνωρίσετε τις δικές σας ιστορίες στη δική μου, ελπίζω ότι θα αποτελέσει έμπνευση καθώς ταξιδεύετε τα δικά σας μονοπάτια προς την πραγματοποίηση των φιλοδοξιών σας».

Μεγαλωμένη στο Λονδίνο, όπου ζει και διδάσκει δημιουργική γραφή, με Αγγλίδα μητέρα και Νιγηριανό πατέρα, η Evaristo στρέφει το βλέμμα της στη ζωή της και αναζητά τον τρόπο με τον οποίο ένα παιδί που βίωσε τον ρατσισμό, ακόμα και μέσα στην ευρύτερη οικογένειά του, κατάφερε να γίνει η πρώτη μαύρη συγγραφέας που κέρδισε το Booker.
Ο αυστηρός αλλά με «επαναστατικό πνεύμα» πατέρας και η μητέρα που ήταν «αποφασισμένη να σκέπτεται και να φέρεται ανορθόδοξα» θα μεγαλώσουν τα οκτώ παιδιά τους, χωρίς να νοιάζονται «τι έλεγε ο κόσμος».
«Ρομαντικός έρωτας. Περιστασιακό σεξ. Απελπιστικές καψούρες. Κανονικές σχέσεις. Όλες αυτές οι εμπειρίες συνέβαλαν στο να με κάνουν το άτομο και τη συγγραφέα που έγινα, μια συγγραφέα για την οποία η επιδίωξη της ελευθερίας ήταν κυρίαρχη».
Ανάμεσα στις αναζητήσεις της θα δοκιμάσει και τον λεσβιακό έρωτα, την εποχή της έντονης ενασχόλησής της με τον φεμινισμό. «Δείτε το ως εξής: η λεσβιακή μου ταυτότητα ήταν η γέμιση σ’ ένα ετεροφυλόφιλο σάντουιτς» γράφει στο “Μανιφέστο”, τονίζοντας ότι «οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις είναι μια απόδειξη ότι το ανθρώπινο πνεύμα επικοινωνεί στο επίπεδο της ουσιαστικής ανθρώπινης ιδιότητάς μας, ανεξαρτήτως ταυτότητας φύλου».
«Με τον καιρό, έμαθα να απορρίπτω εντελώς την έννοια της αποτυχίας. […] Ως “προπαγανδίστρια της θετικότητας”, όπως με αποκάλεσε κάποιος τις προάλλες, πιστεύω πως καθώς προχωρούμε στη ζωή μας, όταν τα πράγματα δεν εκτυλίσσονται όπως θέλουμε, αυτό απλώς μας οδηγεί στο επόμενο στάδιο, και το μεθεπόμενο».
Με αυτό το πνεύμα καταφέρνει να ξεπερνά τις δυσκολίες που συναντά σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. Καταφέρνει να βρει εκδότη αλλά και τον σύντροφο της ζωής της. Η μητρότητα δεν την αφορά. «Αντί να γίνω μητέρα, έγινα θεία και νονά, ρόλους που αγάπησα. Επίσης περιγράφω τον εαυτό μου ως ελεύθερη τέκνων, αντί για άτεκνη, που υπονοεί μια αποτυχία να εκπληρώσω το ρόλο μου ως γυναίκας και όχι μια ενεργή επιλογή να μην αποκτήσω παιδιά», ξεκαθαρίζει.
Ο «αναζωογονητικός» ακτιβισμός παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή της: προσπαθεί να δώσει φωνή στους μαύρους λογοτέχνες, στις γυναίκες, στους αδύναμους, αλλά και να στηρίξει τη νέα γενιά, γιατί «κανένας δεν καταφέρνει τίποτα μόνος του».
Ο αγώνας, η θετικότητα, το όραμα, ο ακτιβισμός και η πίστη στον εαυτό μου συνέβαλαν όλα στο να με κάνουν ασταμάτητη. Η κατανόηση της ζωής, της πάλης, του εαυτού μου συνεχίζει τη γνώση μου για την ανθρώπινη φύση –βασικό συστατικό για τη δημιουργία μυθιστορηματικών χαρακτήρων».
Η πιο πρόσφατη πρόκληση είναι το βάρος του χρόνου. «Οι χαρακτήρες στο “Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο” καλύπτουν το ηλικιακό φάσμα από τα δεκαεννέα έως τα ενενήντα τρία, και σ’ αυτό το πλαίσιο, σε συνεντεύξεις, ανακάλυψα ότι μιλούσα πολύ για τη δική μου ηλικία. Κάνοντάς το αυτό, κατάφερα να ξεφορτωθώ το ταμπού ότι ο άνθρωπος γερνάει –νιώθω πως μιλώντας γι’ αυτό, το ξεφορτώθηκα.
Καλωσορίζω το γεγονός ότι ο κόσμος γνωρίζει την ηλικία μου και σίγουρα δεν ντρέπομαι γι’ αυτήν. Ελπίζω να είμαι πρότυπο για νεότερες γυναίκες που βλέπουν να περιθωριοποιούνται σε κάθε κοινωνικό πλαίσιο. Περιττό να πω ότι καθώς μεγαλώνουμε, πρέπει να φροντίζουμε τον εαυτό μας περισσότερο, αλλά δεν είναι ποτέ πολύ αργά για ν’ αρχίσει κανείς να το κάνει αυτό».
Πηγή : lifo.gr